ἑπταχόρδου

ἑπταχόρδου
ἑπτάχορδος
seven-stringed
masc/fem/neut gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • επτάχορδος — η, ο (AM ἑπτάχορδος, ον) (για μουσικό όργανο) με επτά χορδές νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το επτάχορδο σύστημα που αποτελείται από επτά διατονικές βαθμίδες οι οποίες περικλείονται σε μια ογδόη αρχ. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ἑπτάχορδα παλαιά μέλη με… …   Dictionary of Greek

  • μέση — Ονομασία έξι οικισμών. 1. Πεδινός οικισμός (υψόμ. 30 μ., 504 κάτ.) του νομού Ημαθίας. Βρίσκεται Α της Βέροιας, σε απόσταση 64 χλμ. από τη Θεσσαλονίκη. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Βέροιας. 2. Μικρός ορεινός οικισμός (υψόμ. 540 μ., 26 κάτ.) στην… …   Dictionary of Greek

  • τρίτος — η, ο / τρίτος, η, ον, ΝΜΑ, και αιολ. τ. τέρτος, θηλ. τέρτα και τερτία, Α 1. αυτός που κατέχει τη θέση μετά τον δεύτερο, ο τελευταίος από τους τρεις 2. (το ουδ. εν. ως επίρρ.) τρίτο(ν) (μετά το πρώτο[ν] και το δεύτερο[ν]) κατά τρίτο λόγο, σε τρίτη …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”